ξεματιάζομαι

ξεματιάζομαι
ξεματιάζομαι, ξεματιάστηκα, ξεματιασμένος βλ. πίν. 36

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξεματιάζω — 1. (σχετικά με κουκιά) αφαιρώ το άνω ακραίο τμήμα τού φλοιού 2. απαλλάσσω κάποιον από τη βασκανία 3. μέσ. ξεματιάζομαι α) παύω να είμαι ματιασμένος β) κοιτάζω κάτι με έντονη προσοχή και για πολλή ώρα («ξεματιάστηκε να βλέπει τηλεόραση»). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”